- χιούμορ
- άκλ. τό юмор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιούμορ — το, Ν άκλ. 1. διάθεση για πνευματώδεις αστεϊσμούς και ειρωνείες, η οποία καλύπτεται με σοβαροφάνεια 2. η εκδήλωση αυτής τής διάθεσης στον γραπτό και στον προφορικό λόγο 3. (κατ επέκτ.) ευθυμία, θυμηδία 4. φρ. «μαύρο χιούμορ» χιούμορ που… … Dictionary of Greek
χιούμορ — το (λ. αγγλ.), εύθυμη διάθεση που καλύπτεται με σοβαρό ύφος και περιέχει άκακη ειρωνεία, συμπαθής σαρκασμός: Ο ηθοποιός αυτός έχει πολύ χιούμορ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
χιουμορίστας — ο, Ν 1. αυτός που έχει χιούμορ, που μιλά ή γράφει με χιούμορ 2. (ειδικά) ευθυμογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιούμορ + ίστας*] … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
χιουμοριστικός — ή, ό, Ν [χιουμοριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χιούμορ ή αυτός που ενέχει χιούμορ … Dictionary of Greek
Βαφέας, Βασίλης — (Αλεξάνδρεια 1944 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε χημεία στην Αθήνα και στο Παρίσι και εργάστηκε για ένα μεγάλο διάστημα ως χημικός στην Αθήνα. Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο με τις μικρού μήκους ταινίες Απορρόφηση στα 257 (1973) … Dictionary of Greek
Γκοσινί, Ρενέ — (Rene Goscinny, Παρίσι 1926 – 1977). Γάλλος σεναριογράφος ιστοριών κόμιξ. Σε μικρή ηλικία μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στα γραφεία του Παγκόσμιου Τύπου στις Βρυξέλλες όπου εργαζόταν,… … Dictionary of Greek